Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βγάζω έξω

  • 1 вывести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. вывел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. выведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выведенный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω έξω, αποσύρω• βγάζω έξω,εκδιώκω•

    вывести войска из города αποσύρω τα στρατεύματα από την πόλη•

    вывести нарушителя спокойствия βγάζω έξω τον ταραχοποιό.

    || αποκλείω• вывести кого-н. из игры αποκλείω κάποιον από το παιγνίδι.
    2. βγάζω έξω οδηγώντας•

    вывести под руки βγάζω έξω από το χέρι.

    || μετοικίζω•

    вывести крестьян в незаселенные места μετοικίζω τους αγρότες σε απατόίκητα μέρη.

    3. βγάζω από μια κατάσταση•

    вывести из состояния покоя διαταράσσω, διασαλεύω.

    4. συνάγω, καταλήγω στη γνώμη, βγάζω συμπέρασμα κ.τ.τ. вывести формулу βγάζω τύπο (φόρμουλα).
    5. (για πτηνά) παράγω,εκκολάπτω•

    вывести цыплят βγάζω πουλάκια.

    6. (για ζώα) παράγω, δημιουργώ ράτσα• (γιά φυτά) παράγω, βγάζω ποικιλία•

    вывести засухоустойчивую пшеницу δημιουργώ (βγάζω) ποικιλία σιταριού ξηρασι|ανθεκτική.

    7. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ.
    8. εξαλείφω, καθαρίζω•

    вывести пятна βγάζω τους λεκέδες.

    || εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταστρέφω, ξεκάνω•

    вывести клопов καταστρέφω τους κοριούς•

    вывести сорняки καταστρέφω τα ζιζάνια.

    9. σχεδιάζω, γράφω• τραγουδώ, εκτελώ με ζήλο•

    вывести узоры διακοσμώ, φτιάχνω στολίδια.

    10. παρασταίνω, απεικονίζω (σε φιλολογικό έργο).
    εκφρ.
    вывести наружу – φανερώνω, αποκαλύπτω, βγάζω στα φόρα•
    вывести в лвди – βγάζω, (προωθώ) στην κοινωνία•
    вывести из себя – κάνω κάποιον να γίνει εκτός εαυτού (να χάσει την αυτοκυριαρχία του)•
    вывести из терпения – κάνω (φέρω στο σημείο) να χάσει την υπομονή (να εξοργιστεί)•
    вывести на дорогу – βγάζω στο σωστό δρόμο (της ζωής)•
    вывести на чистую ή свежую воду кого – ξεσκεπάζω, φανερώνω, βγάζω στα φόρα κάποιον.
    1. εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, εκλείπω, χάνομαι•

    знахари давно –лись οι κομπογιαννίτες εξέλειψαν, από καιρό.

    || βγαίνω απο• τη συνήθεια, τη χρήση κ.τ.τ., χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    -лись старые обычаи ξεχάστηκαν οι παλιές συνήθειες•

    -лись сохи πάνε πια τα ξύλινα αλέτρια.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι, εξαλείφομαι•

    -лась моль εξαφανίστηκε ο σκώρος.

    || καθαρίζομαι, βγαίνω, εξαλείφομαι•

    -лось пятно βγήκε ο λεκές.

    3. εκκολάπτομαι•

    птицы давно -лись τα πουλάκια από καιρό βγήκαν.

    Большой русско-греческий словарь > вывести

  • 2 вытащить

    -щу, -щишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, εξάγω• σέρνω, τραβώ προς τα έξω•

    вытащить мешок со склада σέρνω το τσουβάλι έξω από την αποθήκη.

    2. εκβάλλω, εκδιώκω•

    -ли пьяного из пивной έβγαλαν έξω το μεθυσμένο από τη μπυραρία.

    3. αφαιρώ, αποσπώ•

    -гвоздь βγάζω το καρφί•

    вытащить зуб βγάζω το δόντι•

    вытащить занозу βγάζω την αγκίδα.

    4. κλέβω, υπεξαιρώ•

    часы -ли у меня в автобусе μου ‘κλεψαν το ρολόι στο λεωφορείο.

    5. μτφ. τρομάζω, δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι•

    вытащить мужа в театр τρομάζω να πάρω το σύζυγο στο θέατρο.

    6. γλυτώνω, απαλλάσσω•

    вытащить друга из беды βγάζω το φίλο από τη δυστυχία.

    βγαίνω, εξάγομαι•

    гвоздь -лся το καρφί βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > вытащить

  • 3 высунуть

    высунуть βγάζω έξω \высунуть голову в окно βγάζω έξω απ' το παράθυρο το κεφάλι μου
    * * *

    вы́сунуть го́лову в окно́ — βγάζω έξω απ' το παράθυρο το κεφάλι μου

    Русско-греческий словарь > высунуть

  • 4 вынести

    -есу, -есешь, παρλθ. χρ. вынес, -ла, -ло, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω έξω, μεταφέρω,μετακομίζω, κουβαλώ•

    вынести мебель из комнаты βγάζω τα έπιπλα έξω από το δωμάτιο.

    || γράφω, σημειώνω•

    вынести замечания в конец γράφω τίς παρατηρήσεις στο τέλος.

    || υποβάλλω, φέρω•

    решение комиссии на общее собрание φέρω την απόφαση της επιτροπής στη γενική συνέλευση.

    2. μεταφέρω γρήγορα.
    3. μτφ. βγάζω, εξάγω• αποκτώ•

    я вынес убеждение из опыта σχημάτισα την πεποίθηση από πείρα.

    4. προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    вынести ногу в таще! βγάζω μπροστά το πόδι στο χορό.

    5. αντέχω, υπομένω, υποφέρω, Βαστώ, κρατώ•

    душа моя не -ла η ψυχή μου δε βάσταξε.

    6. εκδίδω, βγάζω, παίρνω•

    вынести приговор βγάζω καταδικαστική απόφαση•

    вынести резолюцию παίρνω απόφαση•

    вынести благодарность εκφράζω τις ευχαριστίες (την ευγνωμοσύνη)•

    решение, резолюцию, постановление παίρνω απόφαση (αποφασίζω).

    εκφρ.
    вынести на своих плечах – σηκώνω το βάρος μόνος μου (τα βγάζω πέρα μόνος μου)•
    вынести впечатление – έχω (σχηματίζω, αποκομίζω) την εντύπωση.
    βγαίνω, εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά, ορμητικά, απότομα.

    Большой русско-греческий словарь > вынести

  • 5 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 6 выводить

    выводить
    несов
    1. (откуда-л.) ἐξάγω, ἐκβάλλω, βγάζω ἔξω, ὀδηγῶ ἐξω/ ἀποκομίζω (уводить)/ ἀποσύρω (войска)·
    2. (исключать) βγάζω, διώχνω, ἀποβάλλω, ἀποπέμπω:
    \выводить из состава президиума βγάζω ἀπό τό προεδρείο·
    3. (уничтожать) ξερριζώνω (сорняки и т. п.)/ ἐξοντώνω, ἐξολοθρεύω (паразитов)/ βγάζω, καθαρίζω, ξελεκιάζω (пятна и т. п.)·
    4. (делать вывод) συμπεραίνω, συνάγω·
    5. (выращивать) μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω (животных)/ καλλιεργώ τά φυτά (растения):
    \выводить цыплят ἐκκολάπτω, ξεκλωσσώ· 6.:
    \выводить на орбиту τοποθετώ στήν τροχιά· ◊ \выводить из затруднения βγάζω ἀπό τή δυσκολία· \выводить из терпения кого́-л. κάνω κάποιον νά χάσει τήν ὑπομονή του· \выводить кого́-л. на свежую воду ξεσκεπάζω κάποιον, ξεμασκαρώνω, ἀποκαλύπτω· \выводить из строя а) воен. θέτω ἐκτός μάχης, καθιστώ ἀνίκανο, б) (привести в негодность) ἀχρηστεύω.

    Русско-новогреческий словарь > выводить

  • 7 удалить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•

    -мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•

    удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.

    || μτφ. παλ. • απομονώνω•

    его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.

    || μτφ. κρατώ σε απόσταση•

    он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.

    2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•

    удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.

    || εξάγω• απαλείφω•

    удалить зуб βγάζω το δόντι•

    удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•

    удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.

    || μτφ. διώχνω, αποβάλλω•

    он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.

    3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•

    его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•

    его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.

    1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•

    лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.

    || μτφ. ξεφεύγω•

    удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    || μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•

    удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.

    2. φεύγω•

    в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.

    || απολύομαι• αποχωρώ•

    удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.

    Большой русско-греческий словарь > удалить

  • 8 высунуть

    ρ.σ.μ.
    βγάζω έξω, εξάγω•

    высунуть голову из окна βγάζω το κεφάλι έξω από το παράθυρο•

    высунуть язык βγάζω τη γλώσσα.

    εκφρ.
    нельзя носу высунуть (из дому) – δεν τον αφήνουν (επιτρέπουν) να ξεμυτίσει έξω από το σπίτι.
    βγαίνω, προβάλλω, φαίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > высунуть

  • 9 вытянуть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вытянутый, βρ: -нут, -а, -о.
    1. τεντώνω•

    вытянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    вытянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    2. ισιάζω, ισιώνω, ευθυάζω τεντώνοντας,
    3. τραβώ, σύρω, βγάζω έξω. || αποσπώ, παίρνω•

    вытянуть благоприятный ответ αποσπώ ευνοϊκή απάντηση.

    4. τραβώ, βγάζω έξω•

    вытянуть дым вентиляцией τραβώ τον καπνό έξω με τον εξανεμιστήρα.

    || καταπίνω, κατεβάζω, τραβώ.
    5. αντέχω, βαστώ, κρατώ, υπομένω•

    он долго не -ет αυτός πολύ δε θ’ αντέξει.

    6. (απλ.) ξεπερνώ, υπερβαίνω (για ζύγι).
    7. χτυπώ, μαστιγώνω.
    εκφρ.
    вытянуть (всю) душу ή все жилы – βγάζω την ψυχή, καταβασανίζω ψυχικά•
    вытянуть ноги – τα τινάζω (τα πέταλλα), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι,
    2. ξαπλώνω, -ομαι.
    3. ισιάζω, ισιώνω, γίνομαι ίσιος, ευθύς• ευθυγραμμίζομαι.
    4. εκτείνομαι, απλώνομαι.
    5. μεγαλώνω, αυξαίνω στο ανάστημα, δίνω ανάστημα.
    εκφρ.
    лицо -лось, физиономия -лась – έγινε εκστατικός, έμεινε έκθαμβος.

    Большой русско-греческий словарь > вытянуть

  • 10 обнажить

    -жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•

    обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•

    обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.

    2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.
    3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•

    обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.

    || μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.
    4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;
    5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•

    обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.
    2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.
    3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.
    4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.
    5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажить

  • 11 выносить

    1. (удалять откуда-л.) βγάζω έξω
    μεταφέρω
    2. (выдерживать, переносить) αντέχω, ανέχομαι 3. мат. βγάζω
    - за скобки - έξω από την παρένθεση ^(извлекать получать на основании чего-л.) βγάζω, αποκτώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выносить

  • 12 выставлять

    выставлять
    несов
    1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:
    \выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·
    2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:
    \выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·
    3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:
    \выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·
    4. (на выставке) ἐκθέτω:
    \выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ
    5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:
    \выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·
    6. (проставлять) θέτω, βάζω:
    \выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·
    7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:
    \выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα.

    Русско-новогреческий словарь > выставлять

  • 13 выталкивать

    выталкивать
    несов βγάζω σπρώχνοντας, βγάζω πιέζοντας, σπρώχνω ἔξω/ βγάζω ἔξω (выгонять).

    Русско-новогреческий словарь > выталкивать

  • 14 выдвинуть

    ρ.σ.μ.
    1. προωθώ•

    выдвинуть батареи ближе к неприятелю προωθώ τις πυροβολαρχίες πιό σιμά προς τον εχθρό.

    || ύρω, τραβώ, βγάζω έξω•

    выдвинуть ящик из комода βγάζω έξω το συρτάρι του κομού.

    || προβάλλω, βγάζω μπροστά•

    выдвинуть левую ногу вперед προβάλλω το αριστερό πόδι.

    2. μτφ. προβάλλω, προτείνω• φέρω, προσκομίζω, προσάγω, παρουσιάζω•

    выдвинуть аргументы, φέρω επιχειρήματα•

    выдвинуть доказательства προσκομίζω αποδεικτικά στοιχεία•

    выдвинуть тезисы (φιλοσ.) προβάλλω θέσεις•

    выдвинуть вопрос βάζω (ανακινώ) ζήτημα•

    выдвинуть обвинение εγείρω κατηγορία.

    3. αναδείχνω, προάγω, ανεβάζω• προτείνω.
    1. προβάλλω, βγαίνω μπροστά•

    из толпы -лся старик μέσα από το πλήθος βγήκε μπροστά ένας γέρος.

    || εξέχω, εισέρχομαι, εισδύω.
    2. αναδείχνομαι, προωθούμαι, ανεβαίνω, προάγομαι, προβιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выдвинуть

  • 15 выпятить

    -ячу, -ятишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпяченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    προβάλλω, προτείνω, βγάζω έξω, φουσκώνω•

    выпятить живот βγάζω προς τα έξω την κοιλιά•

    выпятить грудь προτείνω το στήθος.

    || μτφ. προβάλλω, βγάζω στην πρώτη θέση, κατά πρώτο λόγο•

    -недостатки произведения προβάλλω στην πρώτη γραμμή τα μειονεκτήματα του έργου.

    προβάλλομαι, προτείνομαι, βγαίνω μπροστά, εξέχω, κοιλιάζω. || μτφ. ξεχωρίζω, βγαίνω στην πρώτη θέση.

    Большой русско-греческий словарь > выпятить

  • 16 выгнать

    -гоню, -гонишь, ρ.σ.μ.
    1. διώχνω, εκδιώκω, βγάζω έξω, ξεκουμπίζω, απολύω, διώχνω από τη δουλειά. || αποβάλλω•

    выгнать из школы αποβάλλω από το σχολείο.

    || σκαρίζω, βγάζω στη βοσκή.
    2. βγάζω πρώιμα (για γεωργικά προϊόντα).
    3. (απλ.) κερδίζω, προσπορίζομαι, βγάζω χρήματα•

    ты сколько -ал? πόσα έβγαλες;

    4. αποστάζω, βγάζω με απόσταξη•

    выгнать спирт из винограда βγάζω οινόπνευμα από σταφύλια ή βγάζω τσίπουρο σταφυλίσιο.

    Большой русско-греческий словарь > выгнать

  • 17 вытягивать

    1. (растягивать, удлинять) επιμηκύνω, επεκτείνω, τανύω, τεντώνω, τραβώ, σύρω 2. (извлекать, вытаскивать) βγάζω έξω, τραβώ 3. (удалять всасыванием или высасыванием) εξάγω (μέσω αναρρόφησης, απορρόφησης) τραβώ, βγάζω έξω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытягивать

  • 18 выложить

    Русско-греческий словарь > выложить

  • 19 прогнать

    прогнать διώχνω, βγάζω έξω
    * * *
    διώχνω, βγάζω έξω

    Русско-греческий словарь > прогнать

  • 20 наружу

    наружу
    нареч ἔξω:
    выносить \наружу βγάζω ἔξω· выставлять \наружу перен φέρνω σέ φῶς, ἀποκαλύπτω, βγάζω στή φόρα

    Русско-новогреческий словарь > наружу

См. также в других словарях:

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος 1. αποσπώ, αφαιρώ κάτι: Έβγαλα το δόντι που με πονούσε. 2. εμφανίζω, αναδίνω: Το δέντρο έβγαλε μπουμπούκια. 3. παράγω, κερδίζω: Βγάζω πολλά χρήματα δουλεύοντας ως αντιπρόσωπος. 4. δημοσιεύω, εκδίδω έντυπο: Βγάζει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …   Dictionary of Greek

  • εκφορώ — ἐκφορῶ ( έω) (AM) μεταφέρω έξω, μακριά, αποκομίζω μσν. (για ρούχα) βγάζω αρχ. 1. μεταφέρω πτώμα για ταφή, κηδεύω 2. σκάβω και βγάζω έξω, εξορύσσω 3. διαρπάζω, λαφυραγωγώ 4. παθ. ρίχνομαι στην ξηρά 5. διαδίδω άκριτα, ξεστομίζω ασυλλόγιστα …   Dictionary of Greek

  • εκσείω — (Α ἐκσείω) 1. σείω δυνατά προς τα έξω, τινάζω προς τα έξω, αποτινάζω, εκτινάσω 2. μτφ. βγάζω έξω από κάτι, απομακρύνω, αφαιρώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • προεξείρω — Α βγάζω προηγουμένως κάτι από τη σειρά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξείρω «βγάζω έξω»] …   Dictionary of Greek

  • εξερύω — ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) [ερύω] 1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ ὤμου», Ομ. Ιλ.) 2. τραβώ έξω 3. αρπάζω κάτι, τό αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • προεξάγω — ΝΜΑ (σχετικά με προϊόντα) εξάγω πριν από τον καθορισμένον ή τον συνήθη χρόνο αρχ. 1. βγάζω έξω προηγουμένως κάτι 2. μέσ. προεξάγομαι βγαίνω έξω πρώτος 3. φρ. «προεξάγω τινα ἐκ τοῡ ζῆν» αφαιρώ τη ζωή κάποιου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»